- ύψιστος
- -η, -ουπερθ. του υψηλός (βλ. λ.)1. ο πάρα πολύ υψηλός, ο υψηλότατος, ο πανύψηλος.2. μτφ., μέγιστος, σπουδαιότατος, σημαντικότατος, σοβαρότατος: Tα ύψιστα συμφέροντα του κράτους.3. μτφ., τεράστιος, κολοσσιαίος: Οι πυραμίδες της Αιγύπτου είναι ύψιστα οικοδομήματα.4. το αρσ. ως κυρ. όν., ο Ύψιστος ο Θεός.5. το ουδ. πληθ. ως ουσ., ύψιστα ο ουρανός ως κατοικία του Θεού, τα επουράνια, οι αιθέρες, τα μεσούρανα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.